ἀνανθίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνανθίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνανθίζω ΣΣκίπη Θέατρ. καὶ πρόζ. 77

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἀνθίζω.

Σημασιολογία

’Ανθίζω ἐκ νέου : Ἕνα κρινάκι ποῦ ξέχασεν ἡ ξελογιˬάστρα νὰ κάψῃ τοὶς ρίζες του ἀνάνθισε ’ς τὴ γλάστρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/