βουτσινάδικο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτσινάδικο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουτσινάδικο τό, Λεξ. Βλαστ. 300 Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουτσινᾶς παρὰ τὸ θέμ. τοῦ πληθ. βουτσινᾶδες καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικο, δι᾿ ἣν ἰδ. -ικος.
Σημασιολογία
Βουτσάδικο, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA