γεργερὲς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεργερὲς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεργερὲς ὁ, Κρήτ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ Τουρκ. girgir λέξεως ἠχομιμητικῆς ἢ ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ χωρίου Γέργερα, ἔνθα κατεσκευάζοντο οἱ οὕτω καλούμενοι κώδωνες.
Σημασιολογία
Εἶδος μετρίου μεγέθους κώδωνος ἐξαρτωμένου ἐκ τοῦ λαιμοῦ τῶν ἀμνῶν: ᾌσμ. Σεῖσε, κουρνέ, τὸ γένι σου, νὰ παίξῃ τὸ κουδούνι γιˬὰ νὰ τ’ ἀκούσουν οἱ κριγοί, νὰ παίξουν τὰ σκλαβέριˬα γιˬὰ νὰ τ’ ἀκούσουνε τ᾿ ἀρνιˬά, νὰ παίξουν γεργερέδες (κουρνὸς = τράγος ἔχων τὸ χρῶμα τῆς κορώνης, κεφαλὴν μελανωπὴν καὶ τὸ τρίχωμα φαιόχρουν. σκλαβέριˬα = εἶδος κώδωνος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA