βούττα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούττα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βούττα ἡ, bούdα Ἤπ. βούττα σύνηθ. βούτ-τα Κύπρ. Μεγίστ. βούτσα Ἤπ. (Χουλιαρ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ.) Ρόδ. βούτα Μέγαρ. βούττη Λεξ. Αἰν. Λεγρ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. 287 Δημητρ. βούττ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. Λατιν. butta, δι᾿ ὃ ἰδ. Δουκ. Gloss. Μed. Latin. Τὸ βούττη καὶ μεσν. δι᾿ ὃ ἰδ. Δουκ. Append λ. βούτα. Πβ. καὶ μεσν. βοῦττις παρὰ Δουκ. ἐν λ. βούτα.

Σημασιολογία

1) Ξύλινος κάδος διαφόρου μεγέθους καὶ χρήσεως σύνηθ. : Τυρὶ τῆς βούττας Πελοπν. (Μεσσ.) Κόβουνε τὰ σταφύλια καὶ τὰ πατᾶνε σὲ βούττα Πελοπν. (Μανιάκ.) Κουβαλᾶνε τὴ σταφίδα μὲ τοὶς βοῦττες Πελοπν. (Κορινθ.) || Φρ. Παχὺς σὰν τὴν βούτσαν Ρόδ. Τὴν ἔκαμε βούτσα (ἐνν. τὴν κοιλίαν, ἔφαγε κατὰ κόρον) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἔγινε βούτσα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ. Τὴν ἔκαμε βούτσα (τὴν κατέστησεν ἔγκυον) αὐτόθ. Ἴσαμ’ βούττ’ ἔν’ αὐτό, δὲ σηκώνεται (ἐπὶ βαρυτάτου πράγματος) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)‖ ᾎσμ. Σκάψετε τ’ ἀμπέλιˬα, κόψετε βλαστοὺς νὰ ἔχωμε σταφύλιˬα, βοῦττες καὶ ληνοὺς Προπ (Πάνορμ.) 2) Ξυλίνη ὑδρία κυλινδρικοῦ σχήματος Πελοπν. (Κορινθ.) κ. ἀ. Συνών. βαρέλλα 4. 3) Σκάφη πρὸς διάλυσιν ἀσβέστου Κάρπ. 4) Δοχείον διὰ τὴν ἀπόρριψιν ἀκαθάρτων ὑγρῶν Λεξ. Πρω. β) Δοχεῖον διὰ τὴν ἀπόρριψιν ἀπορριμάτων ἐν γένει Λευκ. 5) Ἀποχωρητήριον Λευκ. 6) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν φυλακισμένων ὁ κάδος ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἀποπατοῦν οὗτοι δι᾿ ἔλλειψιν ἀποχωρητηρίου. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βούττας Ἀθῆν. ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βούττα Κάρπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βούτσα Στερελλ. (Ἀκαρν.) Βούdα Λῆμν. Βούττη Κάρπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γύθ. Μάν.) Βοῦττες Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/