γεριντίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεριντίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεριντίζω ἀμάρτ. γεριντίω Πόντ. (’Ινέπ.)

Ετυμολογία

γεριντίζω ἀμάρτ. γεριντίω Πόντ. (’Ινέπ.)

Σημασιολογία

Παραμελῶ τι: Φρ. Τῆς χώρας τὶς καρδιˬὲς χτίειν τες καὶ τὶς δικές του γεροντίειν τες (ἐπιμελεῖται καὶ φροντίζει τοὺς ξένους καὶ παραμελεῖ τοὺς οἰκείους).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/