γερλεστίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερλεστίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γερλεστίζω Θρᾴκ. (’Επιβάτ. Σαρεκκλ. Τσακίλ.) Ἰων. (Βουρλ.) ’ιρλεστίζου Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) γερλεστοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) γερλεστίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yerlestirmek.

Σημασιολογία

Τοποθετῶ, διευθετῶ, ἑτοιμάζω ἔνθ’ ἀν.: ’Ελᾶτε νὰ γερλεστίσουμε τὰ κρεββάτιˬα Σαρεκκλ. Τὰ γερλέστ’σαμ’ τὰ βαρέλιˬα αὐτόθ. Τὰ γερλέστ’σα γούλα μέσ᾽ ’ς τὸ σεdού’ Τσακίλ. Γερλέστ’σες τὰ ξύλα; ’Επιβάτ. Σαρεκκλ. Καὶ ἀμτβ. τακτοποιῶ ἐμαυτὸν Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Τσακίλ.): Γερλέστ’σες καλὰ καὶ χαbάρ’ δὲν ἔ’ς Σαρεκκλ. Τάμ’ γερλέστ’σα καὶ πῆρε δρόμο ἡ δ’λε͜ιά, ἦρτε ὁ πόλεμος καὶ πᾶνε γούλα Τσακίλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/