ἀναντροπιˬάζω,
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναντροπιˬάζω,
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναντροπιˬάζω, μες. ἀνεντροπιˬάζομαι Νάξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ντροπιˬάζω.
Σημασιολογία
Μεσ.αἰσθάνομαι ἐντροπήν: ᾿Εδιˬάρμιζενε μοναχή τση [ἡ κωπελλούδα] κάθε πωρνό ὅλο τὸ σπίτι σὰν καλὴ νοικοκιˬουρά, γιˬατὶ πολὺ ἀνεντροπιˬάζουντανε μὲ τὴ βρομωσύνη καὶ τὴν ἀνεκατωσούρα (ἐκ παραδ ἐδιˬάρμιζενε = ἐτακτοποίει, διηυθέτει). Συνων. ντρέπομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA