ἄναντρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄναντρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄναντρος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἄναdρος Μέγαρ. κ. ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄνανδρος.
Σημασιολογία
1) Δειλὸς λόγ. σύνηθ.: Ἤθελε κιˬ αὐτὸς ο ἄναντρος νὰ κάμῃ τόν παλληκαρᾶ! Συνών. ἄκαρδος 1, ἀψυχιˬάρις, ἄψυχος, γυναικοκάρδης, δειλιˬάρις, δειλόκαρδος, λαγόκαρδος, λαγόψυχος, λιγόκαρδος, λιγόψυχος, σκιˬαζάρις, σκιˬαζούρης, φοβιτσιˬάρις. 2) Ὁ σωματικῶς ἀδύνατος Μεγαρ. : Μὴ dόνε πάρετε μαζί σας, τοῦνος εἷναι ἄναdρος τσ᾽ εἶναι ἀλλάργου, θ᾽ ἀποστάσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA