γερμανὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερμανὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γερμάνος ὁ, ἀμάρτ. γερμανὸς Ἤπ. (Μαργαρ.) ἀγέρμανος Ζάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ᾿Ιταλ. germano.
Σημασιολογία
1) Γερμάνι 1, ὃ ἰδ., Ζάκ. Βλ. καὶ ἀγέρμανος. 2) Ἡ ἀρσενικὴ ἀγριόπαπια Ἤπ. (Μαργαρ.).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA