βουτυρᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτυρᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βουτυρᾶτος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βούτυρο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ περιέχων βούτυρον σύνηθ. : Μπακλαβᾶς βουτυρᾶτος. Βουτυρᾶτα παξιμάδιˬα. Συνών. βουτυρωμένος, δι᾿ ὃ ἰδ. βουτυρώνω. 2) Ὁ ἔχων γεῦσιν ὁμοίαν πρὸς βούτυρον σύνηθ. : Ἀπίδια-ἀχλάδια βουτυρᾶτα καὶ ἁπλῶς βουτυρᾶτα σύνηθ. (πβ. βουτυράπιδο). Φασόλιˬα βουτυρᾶτα (εἶδος φασολίων μὲ πλατεῖς λοβοὺς) ΛΟἰκονομίδ. Ὁδηγὸς λαχανοκηπ. 165. Μπιζέλια βουτυρᾶτα (εἶδος μπιζελιών μὲ λοβοὺς σαρκώδεις γλυκεῖς καὶ τρυφεροὺς) αὐτόθ. 134.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA