ἀναξαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναξαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναξαίνω Λεξ. Αἰν. ἀναξαίνου Στερελλ.(Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀναξαίνω.

Σημασιολογία

1) Ξαίνω τὴν ἐπιφάνειαν μαλλίνου ὑφάσματος διὰ νὰ ἀποκτήσῃ χνοῦν Λεξ. Αἰν. 2) Ξαίνω τὴν μέταξαν εἰς τὸ λανάρι καὶ σχηματίζω τολύπας Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/