ἀρζουχάλιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρζουχάλιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρζουχάλιν τὸ, Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρζουχάλι Λέσβ. ἀρζουχά’ Θρᾴκ. ('Αδριανούπ.) Λέσβ. ἀρζουχάλ’ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀρζουάλι Ἤπ. - ΧΧρηστοβασ. Χρόν. σκλαβ. 125 ἀρτζουχάλι Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. ἀρτζουχά’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀρτζοχάλι Κρήτ. ἀρτζοχάλ’ Προπ. (Κύζ.) ἀρζιχάλιν Κύπρ. ἀρζιχάλι Μεγίστ. ἀρτζιχάλιν Κύπρ. ἀρτζιχάλι Κρήτ. Νάξ. ('Απύρανθ.) χαρτζουχάλ’ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) χαρτζιχάχλι Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀτζιρχάλι Νάξ. ('Απύρανθ.) ’τζιρχάλι Νάξ. (’Απύρανθ.) ’ριντζιχάλι Κρήτ. ’ρατζουχά' Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. arzuhal, παρ’ ὃ καὶ arzihal.
Σημασιολογία
1) Ἔγγραφος αἴτησις ἀπευθυνομένη συνήθως πρὸς ἀνωτέρας πολιτικὰς ἢ στρατιωτικὰς ἀρχάς, ἀναφορὰ ἔνθ’ ἀν.: Ἤκαμε του 'κεῖνος ἕναν ἀρτζιχάλι καὶ θὰ δῇ εἶdα θὰ πάθῃ! Κρήτ. || ᾌσμ. Ξημέρουσι, ὦ μαύρ᾿ αὐγή, νὰ ρίξου ἀρζουχάλι, νὰ δοῦμι τί θινὰ γινῇ τὸ ἰδικό μας χάλι Λέσβ. Κ’ ἕνας παππᾶς Πισκοπιˬανὸς ἤρριξεν ἀρτζιχάλι νὰ πιˬάσου dὸ Γαριφαλᾶ τ’ ὄμορφο bαλληκάρι Ἀπύρανθ. Τρεῖς καλογέροι κάθουdαι καὶ κάνουν ἀρτζουχάλι, ’ς τὴ Μοσκοβιˬὰ τὸ bέbουνε μέσ᾿ εἰς τοῦ γενεράλη Κρήτ. 2) Ρᾳδιουργία Νάξ. (᾽Απύρανθ.): Καλὰ τό ’βαλες κ' ἐσὺ τ᾽ ἀτζιρχάλι σου. Χίλιˬα ’τζιρχάλιˬα bήκανε ᾿ς εὐτὴ dὴ δουλει͜ά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA