ἀνάξιος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάξιος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάξιος ἐπίθ. κοιν. καὶ Ποντ (Οἰν. Τραπ. Χαλδ κ. ἀ.) ἀνάξιους βόρ. ἴδιώμ. ἀνάξιˬος πολλαχ. ἀνάξιˬους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀνάξος Θήρ. Νάξ. (Ἀπὐρανθ.) κ. ἀ. -Λεξ. Μπριγκ ἀνάξους Κυδων. Λεσβ ἀνάξιε Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνάξιος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἔχων ἀξίαν, ἀνεπιτήδειος, ἀνίκανος κοιν. καὶ Τσακων. Ἀνάξιος ἄνθρωπος. Ἀνάξια γυναῖκα. ’Ανάξιο κορμὶ (ἐπὶ τοῦ ἀνικάνου κατὰ πάντα) κοιν. Ἀνάξο παιδὶ εἶναι αὐτὸ τὸ φωθιˬοκαμένο. ᾿Απύρανθ. Ποῦ νὰ πιˬαστοῦ dὰ χεροπόδαρά dου ἀνάξος και᾿ κακορρίζικος ποῦ ’ναι! (ἀρὰ) αὐτόθ.‖ Παροιμ. Ἀνάξιος ἤβαλε βρακί, σὲ κάθε πόρτα τό 'δειχτε (ἐπὶ νεοπλούτου ἀκαίρως ἐπιδεικνυομένου ἢ φιλαύτως κομπάζοντος. Ἡ παροιμ ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ. Ἱδ ΝΠολίτ.Παροιμ. 3,234) Νάξ.‖ Γνωμ. Μ᾿ ἀνάξιˬο ἀμπελουργὀ τ᾽ ἀμπέλι δὲν προκόβει Λεξ. Δημητρ. Ἀνάξιˬα ἡ νοικοκυρά, ἀχαΐρευτο τὸ σπίτι αὐτόθ. Ἀνάξιος ἔφαγε ἀβγὸ καὶ χρίστηκε ὥς τὴ μέση αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Σοφοκλ Ἠλ. 189 «ἀλλ᾽ ἁπερεί τις ἔποικος ἀναξία | οἰκονομῶ θαλάμους πατρός». β) Ὁ μὴ ἔχων ἠθικὴν ἀξίαν, μεμπτὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.): Ἀνάξιος! (ἐπιφών. ἀποδοκιμαστικὸν κατὰ παντὸς ἀναξίως προαγομένου εἰς ἀξίωμά τι σεμνόν). 2) Ὁ ἄξιος περιφρονήσεως, εὐτελὴς Πελοπν. (Λακων): ᾿Ανάξια μαννογενεˬὰ (γένος μητρός).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/