βουτυριˬέρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτυριˬέρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουτυριˬέρα ἡ, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βούτυρο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬέρα.
Σημασιολογία
Δοχεῖον ὅπου ἀποτίθεται τὸ νωπὸν συνήθως ἐπιτραπέζιον βούτυρον. Πβ. βουτυρερόν, βουτυριˬακή, βουτυροτσούκαλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA