βούτυρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούτυρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βούτυρο τό, βούτυρον Κύπρ. βούτυρο κοιν. βούτυρου βόρ. ἰδιὠμ. βούτ’ρου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βούτουρον Κύπρ. Πόντ. (Κρώμν. Νικόπ. Τραπ. κ. ἀ.) βούτουρο Ἰων. (Καράμπ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Λακεδ. Μάν. Οἰν. κ. ἀ.) Πόντ. (Σινώπ.) Στερελλ. (Δεσφ.) Χίος ᾿ούτουρο Χίος βούτουρου Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ. βούτορον Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) βούτερον Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ.) βούτερο πολλαχ. καὶ Πόντ.(Ὄφ. Σούρμ.) βούτ’ρο Θρᾴκ.(Σαρεκκλ.) βότυρον Κύπρ. βότυρο Θήρ. Κρήτ. Κῶς Σῦρ. βότ’ρο Μεγίστ. βούτυρος ὁ, Θρᾴκ. Σηλυβρ.) Κρήτ. Κύθηρ. Μακεδ. (Σέρρ.) Πάρ. –Λεξ. Περίδ. Πρω.Δημητρ. Μ’Εγκυκλ. βούτυρους Ἴμβρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Σέρρ. κ. ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) βούτυους Σαμοθρ. βούτ’ρος Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Λευκ. Μεγίστ. Προπ. (Κούταλ) βούτ’ρους Στερελλ. (Ἀκαρναν.) βούτουρος Ζάκ. Κύπρ. βούτερες Σκῦρ. βούκιˬουρι Τσακων. βότυρος Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. (Σέλιν. κ. ἀ.) Κύπρ. Ρόδ. Σύμ. ᾿ότυρος Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Ρόδ. βότ’ρος Μεγίστ. βούτυρας Ἄνδρ. Θήρ. βούτουρας Ζάκ. βούτ’ρας Θάσ. (Θεολόγ.) Τῆν. βότυρας Θήρ. Κάλυμν. Κύθν. Κῶς Μύκ. Σίφν. Σύμ. Πληθ. βουτύρατα πολλαχ. βουτύρ’τα Πόντ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) β’τύρατα Θρᾴκ. (Τσακίλ.) βουτούρ’τα Προπ.(Κύζ.) Πόντ. (Χαλδ. κ. ἀ.) βουτέρατα Θεσσ. Θρᾴκ. βουτέρ’τα Πόντ. (Τραπ.) βουτέροτα Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βούτυρον. Τὸ βούτυρος καὶ μεταγν. Τὸ βούτουρο καὶ μεσν.
Σημασιολογία
Τὸ κοινὸν βούτυρον ἔνθ’ ἀν. : Πρόβε͜ιο τυρὶ καὶ τράγε͜ιο βούτυρο (τὸ καλύτερο τυρὶ εἶναι τὸ ἐκ γάλακτος προβάτων καὶ τὸ καλύτερο βούτυρο εἶναι ἀπὸ τὸ γάλα τῶν αἰγῶν) πολλαχ. Βούτυρο κακάου (λιπώδης οὐσία ἐξαγομένη ἐκ τῶν σπερμάτων τοῦ κακάου) || Φρ. Τ᾽ ἕναν έρ᾿ν ἀτ’ ᾿ς σὸ μέλ᾽ καὶ τ’ ἄλλο ᾿ς σὸ βούτυρον (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος ὅλα τὰ ἀγαθὰ) Ἴμερ. ‖ Παροιμ. Βούτυρο καλὸ σὲ σκυλλήσιˬο τομάρι (ἐπὶ ἀναξίου) πολλαχ. Πολλὰ βούτορον π’ ἔ’ βάλλ’ καὶ’ ς σὰ λάχανα (ἐπὶ τοῦ σπαταλῶντος δι’ ἀνωφελῆ πράγματα, συνών. φρ. ὅποˬιος ἔχει πολὺ πιπέρι βάζει καὶ 'ς τὰ λάχανα) Χαλδ. Ὅποιος ἔχει βούτυρο’ς τὸ κεφάλι νὰ μὴ περπατῇ 'ς τὸν ἥλιˬο (ὁ συναισθανόμενος ἑαυτὸν ἔνοχον ὀφείλει νὰ μὴ προκαλῇ διὰ τοῦ θράσους του τὰς ἐπικρίσεις τοῦ κόσμου) ΝΠολίτ. Παροιμ. 3,223 Ὅλα τ’ ἀμπέλιˬα ἀμπέλιˬα μου καὶ τὰ κρασιˬὰ δικά μου κιˬ ὁ 'ότυρος καὶ τὸ τυρὶ εἶναι μοναχικά μου (ἐπὶ πλεονέκτου) Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA