βουτυροκάδη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτυροκάδη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουτυροκάδη ἡ, ΝΖυγούρ. Τυρὸς Ἀγράφ. 56 β’τυρόκαδ’ Στερελλ. (Ἀράχ.) βουτυρόκαδ’ Στερελλ. (Δεσφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βούτυρο καὶ κάδη, δι’ ὃ ἰδ. κάδος.
Σημασιολογία
Βουτυρίτσα 1, ὅ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA