βουτυροφάσουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτυροφάσουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουτυροφάσουλο τό, Ν’Αναγνωστοπ. Τὰ ὄσπρ. 48.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βούτυρο καὶ φασούλι, δι’ ὃ ἰδ. φασόλι.
Σημασιολογία
Εἶδος φασηόλου μὲ κιτρίνους τρυφεροὺς καὶ σαρκώδεις λοβούς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA