βουτυρόχορτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουτυρόχορτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουτυρόχορτο τό, Ζάκ. Θεσσ. (Λάρισ.) -ΔΔημάδ. Ζιζάν. Θεσσαλ. ἀγρ. 20 ΠΓεννάδ. 207 καὶ 300 ΘΧελδράιχ 69 καὶ 70 -Λεξ. ΠΒλαστ. 462 Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βούτυρο καὶ χόρτο.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἀγριοβασιλικὸς 2 β. ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/