ἀχάραχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχάραχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχάραχτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀχάραχτους βόρ. ἰδιώμ. ἀχάραγος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σάντ.) ἀχάραγγος Ἰκαρ. ἀχάραος Ἰκαρ. ἀχάραους Μακεδ. ᾽χάραγους Μακεδ. (Δεσπότ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀχάρακτος.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος ἐπὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἔγιναν ἐντομαί, χαράγματα, ὁ μὴ χαραχθεὶς κοιν. καὶ Πόντ. (Σάντ. κ.ἀ.): ᾽Αχάραχτη μυλόπετρα-πλάκα κττ. Ἀχάραχτη ἐλα͜ιά. ᾽Αχάραγο καρπούζι - πετσὶ - τζάμι. Συνών. ἀχαράκωτος 3. β) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ χαραχθῇ σύνηθ.: Τὸ σίδερο εἶναι ἀχάραχτο. 2) Ὁ μὴ ὑποστὰς ἐντομὴν διὰ μαχαιριδίου ἢ ξυραφίου πρὸς ἀφαίμαξιν Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Τοῦ παιδί᾽ τὸ κιφάλ’ ἀχάραχτον ἔν᾽ Τραπ. 3) Ἐπὶ αἰγῶν καὶ προβάτων, ὁ ἄνευ διακριτικοῦ σημείου ᾿Ικαρ.: ’Αχάραον κατσίκι. β) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὰ κέρατα δὲν ἔχουν χαραχθῆ πρὸς διάκρισιν τῆς ἡλικίας Ἰκαρ.: ’Αχάραη αἶγα. 4) Ἐνεργ. ὁ μὴ χαράξας, ὁ μήπω ὑποφώσκων Λεξ. Δημητρ.: Φτάσαμε 'ς τὴν κορφὴ κ’ ἦταν ἀχάραγη ἡ μέρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/