βουτῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουτῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουτῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Τραπ. κ.ἀ.) βουτ-τῶ Κύπρ. Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. κ. ἀ. βουτθῶ Κάλυμν. Σίφν. βουdῶ Τῆν. βουτοῦ Λυκ. (Λιβύσσ) Πελοπν. (Μάν.) β’τῶ βόρ. ἰδιώμ. βοτῶ Ἀπουλ. φ’τῶ Ἴμβρ. Λέσβ. Σάμ. κ. ἀ. γουτ-τῶ Ἰκαρ. Κύπρ. βουτάω σύνηθ. β’τάω Στερελλ. (Δεσφ.) βουτάου Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Λεντεκ. Μεσσ. Παπούλ. Τριφυλ. Χατζ.) β᾽τάου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. βουdάγω Καππ. (Φάρασ.) βουτίζω Καππ. (Σινασσ.) Λευκ. Πόντ. (Ἀμισ.) βουτ-τίζω Καλαβρ. (Μπόβ.) βουτίζου Μακεδ. (Μελέν.) βουκίζου Τσακων.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. βουτῶ πιστοποιούμενον ὑπὸ τοῦ Μαχαιρ. 1.72 (ἔκδ. RDawkins), «νὰ ποίσουν δρόσος νὰ τὸν βουττήσουν καὶ νὰ τὸν ραντίσουν κατὰ τὸν ἀέραν». Τὸ βουτίζω καὶ παρὰ Μεουρσ.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Ἐμβαπτίζω κοιν. καὶ Τσακων. : Βουτῶ ψωμὶ ᾿ς τὸ γάλα-παξιμάδι ᾿ς τὸν καφὲ-τὸ κεφάλι μου ᾿ς τὸ νερὸ-τὰ πουκάμισα ᾿ς τὴν κόλλα κττ. Βουτήχτηκαν τὰ δάχτυλά του ᾿ς τὸ μέλι-τὰ πόδιˬα του ᾿ς τοὶς λάσπες κττ. κοιν. Βούκισε τὸν ἄντε ὸ γά (ἐβούτηξε τὸ ψωμὶ εἰς τὸ γάλα) Τσακων. Καὶ ἀμτβ. καταδύομαι κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Τραπ. κ. ἀ.) : Βουτῶ 'ς τὴ θάλασσα-᾿ς τὸ νερὸ-’ς τὸ βοῦρκο-᾽ς τὴ λάσπη. Βουτῶ μὲ τὸ κεφάλι-μὲ τὰ πόδια. Ὁ ποντικὸς ἐβούτηξε ᾿ς τὸ λᾲδι κοιν. Τῶν Φωτῶν β’τᾶν οἱ σταυροὶ Δεσφ. || Φρ. Βουτε͜ιέμαι ᾿ς τὰ μαῦρα (μελανοφορῶ). Βουτε͜ιέμαι 'ς τὰ χρέη (γίνομαι κατάχρεος). Βουτηγμένος ᾿ς τὸ αἷμα -’ς τὸν ἱδρῶτα - ᾿ς τὸ χρυσάφι -’ς τὰ διˬαμάντιˬα κοιν. || Παροιμ. Ὅπο͜ιος περπατεῖ ᾿ς τὰ σκοτεινὰ’ς τοὶς λάσπες θὰ βουτήσῃ (ὁ ἀτάκτως ζῶν θὰ πάθῃ κακὸν) ΙΒενιζ. Παροιμ.2 207, 438 || ᾌσμ. Θωρεῖ τὸν οὐρανὸν θαμπὸν καὶ τ’ ἄστρα βουρκωμένα, τὸ φεγγαράκι τ’ ἄγλαμπρον ᾿ς τὸ αἷμα βουτισμένον (θρῆνος Μεγάλης Παρασκευῆς. ἄγλαμπρον=ἔκλαμπρον) Κάλυμν. ᾯρες μοῦ δώνει ὁ σεβdᾶς καὶ τσῆ καρδιˬᾶς ἡ λαύρα νὰ πά’ νὰ βρῶ τὸ bοιˬατζῆ νὰ βουτηχτῶ ᾿ς τὰ μαῦρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μισσεύγω, φίλοι, κλαίτε με, κ’ ἐσεῖς, ὀχτροί χαρῆτε κ᾽ ἐσεῖς, γειτονοποῦλλες μου, ᾽ς τὰ μαῦρα βουτηχτῆτε Κρήτ. Συνών. βουτακιˬάζω 1. β) Βαπτίζω εἰς τὴν ἱερὰν κολυμβήθραν Ζάκ. -Λεξ. Πρω. ΜἘγκυκλ. Δημητρ. : Θὰ βουτήξουμε τὸ μπέμπη Λεξ. Δημητρ. 2) Ρυπαίνω Βιθυν. : Μ’ ἐβούτησες. 3) Εἰσάγω σύνηθ. : Βουτῶ τὸ χέρι ᾿ς τὸ καλάθι -᾽ς τὸ σακκὶ -᾿ς τὴν τσέπη σύνηθ. ‖ Παροιμ. Ἐχορτώθη τὸ σακκούλ-λdι του καὶ βουτ-τᾷ καὶ πιˬάννει καὶ σπέρνει (ἐπὶ τοῦ ὑβρίζοντος ἄλλους δι᾽ ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα ἔχει ὁ ἴδιος. ἐχορτώθη=ἐφορτώθη) Ρόδ. 4) Ἁρπάζω, συλλαμβάνω σύνηθ. : Τὸν βούτηξε ἀπ᾿ τὰ μαλλιˬὰ-ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ-ἀπ᾿ τὸ γιˬακᾶ. Τὸν βούτηξαν οἱ χωροφύλακες σύνηθ. Ζὲ βουτοῦ ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ ζὲ χτυποῦ χάμου Πελοπν. (Μάν.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. βοδώνω Β 2. β) Φυλακίζω πολλαχ. : Τὸν βούτηξαν καὶ βλέπει ἀπομέσα ἔξω. γ) Μέσ. συμπλέκομαι, ἔρχομαι εἰς χεῖρας μετά τινος σύνηθ. : Μὲ τὸ τίποτα βουτήχτηκα. Γιˬὰ ψύλλου πήδημα βουτε͜ιέται. Ἅμα βουτηχτῇ μὲ κἀνέναν, δύσκολα τὸν χωρίζεις. ‖ Φρ. Βουτήχτηκαν σὰν τὰ κοκόριˬα πολλαχ. 5) Κλέπτω (μετὰ ἢ ἄνευ ἀντικειμένου) σύνηθ. : Μοῦ βούτηξαν τὸ πορτοφόλι. Τοῦ βούτηξε πολλά. Ἐβούτηξε γιˬὰ καλά. Αὐτὸς βουτάει σύνηθ. || Γνωμ. Ὅπο͜ιος βουτήξ’ ἔ᾽ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Σὰ δὲ βουτήξ’ς, δὲ dρώς αὐτόθ. β) Κερδίζω μὲ ἀθέμιτα μέσα Λεξ. Βλαστ. 105. Βούτηξε καλά. 6) Δέχομαι ἀκουσίως Λεξ. Δημητρ. : Ἀπάνω ’ς τὸν καβγᾶ βούτηξα μιˬὰ κατακεφαλιˬά. 7) Ἐπιτίθεμαι ἐρωτικῶς σύνηθ. : Τὴν ἐβούτηξε. 8) Κάμνω καταβολάδας Κάρπ. Συνών. καταβολιˬάζω. Β) Ἀμτβ. 1) Δύω σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Τραπ.) : Βούτηξε ὁ ἥλιˬος-τὸ φεγγάρι σύνηθ. Βουτᾷ καὶ στέκ’ ὁ φέγγον (εἶναι ἕτοιμη νὰ δύσῃ ἡ σελήνη) Τραπ. || ᾌσμ. Καὶ καρτερούσαμεν τ’ οἱ δυˬὸ τὸν ἥλιˬον νὰ βουτ-τήσῃ Κύπρ. Ἑφτὰ πλανῆτες τ’ οὐρανοῦ, ποῦ πᾶτε νὰ βουτ-τᾶτε, τ’ ἂν δῆτε τὴν ἀάπην μου νὰ μοῦ τὴν χαιρετᾶτε αὐτόθ. Ἐβράδυνεν ὁ βραδνόν, ἐβούτεσεν ὁ ἥλöν Κρώμν. 2) Κολυμβῶ, νήχομαι σύνηθ. : Ὁ δεῖνα βουτᾷ σὰν τὸ ψάρι. β) Καταδύομαι εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς σπογγαλιείαν Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. κ. ἀ. γ) Μεταφ. καταρρέω, κατακρημνίζομαι (Βύρων 2, 191) : Ἆσμ. Μά 'χω τὰ θάρρη μου ’ς τὸ Θεὸ καὶ προσκυνῶ τσ’ ἅγιοι πῶς θὰ ραΐσ’ ἡ φυλακὴ γιˬὰ νὰ βουτήσ’ ὁ πύργος. 3) Ὁρμῶ, ἐφορμῶ, παλλαχ. : Βουτῶ ἀπάνω του. Βούτηξε καὶ ἔπιˬασε πολλαχ. Βουτάει τ’ ὄρνεˬο Λεξ. Βλαστ. Βούτ’ξαν νὰ φάνι, τόσ’ πεῖνα εἶχαν Στερελλ. (Αἰτωλ.) ‖ ᾎσμ. Κὶ οὑ γαμπρὸς σὰν τ’ ἄκουσι, πουλὺ τοῦ κακοφάνη, σὰν τοὺ γιράκι βούτησι, σὰν τοὺν ἀεˬτὸ τὴν παίρνει Μακεδ. (Φλόρ). 4) Ἐπιχειρῶ Πελοπν. (Τριφυλ.) : Δὲ βουτάει νὰ κάμῃ μιˬὰ δουλε͜ιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA