βόχα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βόχα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επιφώνημα

Τυπολογία

βόχα ἐπιφών. Κύπρ. Χίος 'όχα Ἴμβρ. βόχαμε Κύπρ. βόχι Ρόδ.

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη.

Σημασιολογία

Ἐπιφώνημα προτρεπτικὸν πρὸς βοῦς ἐλαυνομένους ἔνθ’ ἀν. : Φρ. Βόχα, μὴ σὲ κουτουλήσῃ (πρόσεχέ τον, εἶναι ἀνόητος ὡς βοῦς) Χίος Ὀχα, βουδέ’ (ἐπιφών. πρὸς ἀπρόσεκτον Ἴμβρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/