ἀνάπαμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάπαμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνάπαμα τό, ἀνάπαυμαν Πόντ.(Κερασ.) ἀνάπαμα Εὔβ (Αὐλωνάρ. Κύμ.) Ἤπ. Μακεδ. (Σιάτ.)-Λεξ. Δεὲκ Πρω. ἀνάπαγμαν Πόντ. (Κερασ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀνεπάημα Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ άρχ. οὐσ. ἀνάπαυμα. Τὸ ἀνεπάημα κατὰ τὸν ἀόρ. ἀνεπάηκα.

Σημασιολογία

Ἀνάπαυσις (α) Ἐπί ἀνθρώπου ἔνθ’ ἀν.: Ἐκεῖ ᾿ς σὸ μέρος π᾿ ἐκάτσες ἀνάπαγμαν ᾿κι᾽ θὰ ἐπορῇς νὰ εὑρήκ'ς (εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος ποῦ ἐκάθισες δὲν θὰ ἠμπορέσῃς νὰ εὕρῃς ἀνάπαυσιν) Χαλδ. ‖ Φρ. Ἀνάπαγμαν ᾿κ᾽ ἐ’ (ἐπὶ τοῦ διαρκῶς κινουμένου ἢ ἐργαζομένου) αὐτόθ. Συνών. ἀναπαὴ 1, ἀναπαμός 1, ἀνάπαψι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ:. (β) Ἐπὶ ἀγροῦ μένοντος ἀκαλλιεργήτου ἐπί τινα χρόνον πρὸς ἀνάκτησιν ζωτικῆς ἰκμάδος, ἀγρανάπαυσις καὶ ὁ ἐν ἀγραναπαύσει ἀγρὸς Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κύμ.) Μακεδ. (Καστορ.) : ᾿Ανάπαμα τό ’χω δυˬὸ χρόνιˬα τό χωράφι Κύμ. ’Φτοῦνο τὸ χωράφι εἶν᾿ ἀνάπαμα τόσα χρόνιˬα τσαὶ θὰ κάμῃ ψωμὶ Αὐλωνάρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/