ἀναπαμένα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπαμένα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀναπαμένα ἐπίρρ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Κύπρ. ἀναπαηˬμένα Κρήτ. ἀνεπαμένα Νάξ. Σῦρ. ᾽νεπαμένα Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀναπαμένος μετοχ. τοῦ ρ. ἀναπαύω. Ἡ λ. καὶ μεσν. Τὸ ἀναπαῃˬμένα καὶ παρὰ Βλαχ.

Σημασιολογία

1) Μὲ ἄνεσιν, ἀνέτως ἔνθ’ ἀν.: Πᾶσα βράδυ ποῦ 'τανε κουρασμένος ἤθελα νὰ φάνε τὸ ψωμάκι τωνε ἥσυχα κιˬ ἀνεπαμένα (ἐκ παραμυθ.) Νάξ. Ζῇ ἀναπαμένα Αὐλωνάρ. ‖ Γνωμ. Ἁπὄχει τὲς ὀρπίδες του εἰς τὸν Θεόν τὸν ἕνα, τρώει ταὶ πίνει ἥσυχα ταί π-πέφτει ᾿νεπαμένα Κύπρ. 2) Ἡσύχως Κρήτ. Κύπρ. Νάξ.: Κάτσε ἀνεπαμενα! Νάξ. Συνων. ἥσυχα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/