ἀναπαμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπαμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναπαμὸς ὁ, Ἤπ. Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.) -ΚΠαλαμ. Δεκατετράστ. 104 ΣΜατσούκ. Γλυκοχαράμ.22-Λεξ.Πρω. Δημητρ. ἀναπαηˬμὸς Δ.Κρήτ. ἀνεπαηˬμὸς Α.Κρήτ. ᾿νεπαμὸς Ροδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναπαύω. Τὸ ἀναπαηˬμός διὰ τὸν ἀόρ. ἀναπάηκα. Ὁ τύπ. καὶ ἐν ᾿Ερωτὸκρ. Β 1797 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «χιλιμιντρίζουν τἁ φαριὰ κι ἀναπαημὸ δὲν ἔχου».

Σημασιολογία

1) Ἀνάπαυσις ἔνθ᾽ ἀν.: Ποτὲ δὲν ἔχει ἀναπαμὸ Λεξ. Δημητρ. Τοῦ ἀναπαμοῦ τὴν ὥρα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Παμός τιˬ ἀναπαμὸς Κυπρ. ‖ Ποίημ. Καὶ ἡ φλογέρα τοῦ βοσκοῦ π’ ἀναπαμό δὲν κάνει νὰ λέῃ κρυφὸ παράπονο σ᾽ ἀτέλε͜ιωτα τραγούδιˬα ΣΜατσούκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών ἀναπαὴ 1, ἀνάπαμα, ἀνάπαψι. β) Ἡσυχία Κρήτ. Κύπρ. Ρόδ Δὲν ἔχουν ἀναπαηˬμὸ τὰ κωπέλλιˬα σου, μόνο φωνιˬάζου gαὶ χαλοῦ dὸ gόσμο Κρήτ. ᾿Εν ἔει ᾿νεπαμόν Ρόδ. ‖ Φρ. Κάτσε ᾽ς τὸν ἀναπαηˬμό σου! (κάθισε ἥσυχα!) Κρήτ. Συνών. ἀναπαή 1 β. 2) Θάνατος Λεξ. Δημητρ.: Πέρυσι σὰ σήμερα ἦταν ὁ ἀναπαμός τοῦ παπποῦ μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/