ἀριθμημὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀριθμημὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀριθμημὸς ὁ, Ἄνδρ. Ρόδ. ἀριφνημὸς Κάρπ. ἀριβνημὸς Κάρπ. ’ριφνημὸς Ρόδ. ἀριθμισμὸς Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀριφνισμὸς ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλι.2 57.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀριθμῶ, παρ’ ὃ καὶ ἀριθμίζω.

Σημασιολογία

᾿Αρίθμησις, ὑπολογισμὸς ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Δὲν ἔχω ἀριθμημὸ (δὲν ἐπιδέχομαι ὑπολογισμὸν ἕνεκα τοῦ ἀπείρου πλήθους, εἶμαι ἀνυπολόγιστος) Ἄνδρ. Ρόδ. || ᾌσμ. Βλέπει πλῆθος ἀρίμθητο π᾿ ἀριθμημὸ δὲν ἔχει Ἄνδρ. Θωρεῖ λαὸν ἀρίθμητο κιˬ ἀριθμημὸ δὲν ἔχει Ρόδ. Ἡ κυρὰ ᾽Ρήνη τοῦ Κριτοῦ τοῦ Δούκα ἡ θυγατέρα μῆνες τῆς γράφουν τὰ προυκιˬά, μῆνες τ’ ἀπανωπρούκιˬα, καὶ τὰ καλὰ τῆς μάννας της ἀριφνημὸ δὲν εἶχα (εἶχαν) Κάρπ. Ἐγιˬὼ πολλοὺς ἐγιˬάτρεψα π᾿ ἀριβνημὸ ᾿ὲν ἔχουν Κάρπ. Θουρῶ λημόριˬα ἀρίθμιστα κιˬ ἀριθμισμὸ δὲν ἔχουν Χαλκιδ. - Ποίημ. Καὶ σέρνουν τὰ φοράδιˬα τους καὶ βόιδιˬα κιˬ ἀγελάδες καὶ τὰ σκυλλιˬὰ καὶ τὰ ὀνικὰ κιˬ ἀριφνισμὸ δὲν ἔχουν ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/