βραβεῖο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραβεῖο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βραβεῖο τό, λόγ. σύνηθ. μπραβεῖο Πελοπν. (Μάν. Περιθώρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βραβεῖον. Τὸ μπραβεῖο κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἐπιφων. μπράβο.
Σημασιολογία
Βραβεῖον : Πῆρε τὸ πρῶτο - τὸ μεγάλο - τὸ καλύτερο βραβεῖο. Τοῦ πρέπει βραβεῖο γιˬ’ αὐτὸ πὄκαμε - ποῦ εἶπε κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA