ἀναπάντεχα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπάντεχα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀναπάντεχα ἐπίρρ. Ζάκ. Κύθηρ. Πελοπν. (Μάν.) κ. ἀ.- Λεξ. Δεὲκ Αἰν. Βλαστ 510 Πρω. ἀναπάντιχα Θρᾴκ. Στερελλ. (Εὐρυταν.) κ. ἀ. ἀνεπάντεχα Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ. -ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 20-Λεξ. Αἰν. ἀνιπάντιχα Θεσσ. Θρᾴκ. Μάκεδ. Στερελλ. (Λαμ.) κ. ἀ. ἀπάντεχα Ζάκ. -ΔΣολωμ 211 ΚΧατζοπ. Πύργ. Ἀκροπότ. 9

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀναπάντεχος.

Σημασιολογία

Χωρὶς νὰ τὸ περιμένῃ τις, ἀπροσδοκήτως, ἀνελπίστως ἔνθ᾽ ἀν.: Ἦρθε ἀνεπάντεχα Λάκων. μᾶς ἔπιˬασιν οὑ ᾿μῶνας ἀνιπάντιχα Μακεδ. Βγαί’ ἀνιπάντιχα ἕνας γέρους κὶ λέει (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Τὸ κακὸ μεγάλωνε ἀνεπάντεχα ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. ᾿Απάντεχα πρὶν νὰ περάσῃ χρόνος ποῦ χωρίστηκε ἀπὸ τὸν ἄντρα της, ἄξαφνος θάνατος τη χώρισε ἀπὸ τὰ σχέδιˬα καὶ τὰ ὄνειρά της ΚΧατζόπ. ἔνθ’ ἀν. ‖ Ποιημ. ᾿Απάντεχα βαθὺς ὕπνος μὲ πιˬάνει κιˬ ὀμπροστά μου ἕνας γέροντας μοῦ ἐφάνη ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/