βραγιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραγιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βραγιˬάζω Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν. Οἰν. κ. ἀ.) ἀβραγιάζου Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ.) βραιˬάζου Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) ἀβραιˬάζου Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βραγιˬά.
Σημασιολογία
1) Διαιρῶ τὸν κῆπον εἰς πρασιὰς Εὔβ (Ἄκρ. Ψαχν.) Κεφαλλ. Μακεδ. (Βλάστ.) Πελοπν. (Μάν.) 2) Κτίζω ἀνάλημμα μεταξὺ δύο ἀνισοϋψῶν τμημάτων ἀροσίμου ἐδάφους Πελοπν. (Οἰν.) β) Περιφράσσω μὲ φράκτην Πελοπν. (Οἰν.) 3) Κατασκευάζω φυτώριον δένδρων πρὸς μεταφύτευσιν Μακεδ. (Βελβ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA