ἀναπάντεχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπάντεχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναπάντεχος ἐπίθ. πολλαχ ἀναπάντιχους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀνεπάντεχος Ζάκ. Ἤπ. Πελοπν (Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Λάκων. Μάν.) Προπ.(Κύζ) Χίος κ. ἀ. -Γ᾽Επαχτίτ. ἐν Προπυλ 1,252 ΛΚαρκαβίτσ. Παλ ἀγάπ. 36 Γ’Αθάν. Πράσιν. καπέλλ. 46 -Λεξ. Κομ. Περιδ Αἰν. Μπριγκ ἀνιπάντιχους Ἤπ. Θεσσ.(Ζαγορ.) Μακεδ.(Νάουσ.) Στερελλ. (Εὐρυταν. Λαμ.) κ. ἀ. ἀνιπάντ’χους Ἤπ. ἀνιπάντιχτους Μακεδ. (Σισάν.) ἀνηπάντεχος Ἤπ. -ΜΦιλήντ. Γραμματ. 1,151 ἀπάντεχος Ἤπ. Κεφάλλ. Μύκ. Πελοπν.(Πύλ.) κ. ἀ. -(Νουμᾶς 138,5) -ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 23 ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 153 -Λεξ. Βυζ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. ἀπαντέχω ἀπὸ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστῶτος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. βλέπω-ἄβλεπος, θερίζω-ἄθερος, θωρῶ-ἄθωρος κτλ. Διὰ τὸ ἀνιπάντιχτους πβ. τὸν παρὰ Σομ. τύπ. ἀνεπάντεκτος. Ὁ τύπ. ἀνηπάντεχος κατὰ τὰ πολλὰ εἰς ἀνη- παρὰ τὰ ἀνα-, δι’ ἃ ἰδ. ἀ- στερητ. 1 δ. Τὸ ἀνιπάντιχους τῶν βορ. ἰδιωμ. ἐκ τοῦ ἀνεπάντεχος. Τὸ ἀπάντεχος ἄνευ συνθέσεως προσέλαβε σημ. στερητικὴν διὰ τῆς προπαροξυτονίας. ’Ιδ. ἀ- στερητ. 2 α.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν περιμένει κἀνείς, ἀπροσδόκητος ἔνθ’ ἀν. : ’Αναπάντεχος θάνατος. Ἀναπάντεχο κακὸ-καλὸ πολλαχ. Μᾶς ἦρθε τὸ καλὸ ἀνηπάντεχο Ἤπ. Ἔ τοῦτο ἦταν ἀνεπάντεχο Βουρβουρ. Μοῦ ἦρθι ἀνιπάντιχου τοὺ κακὸ Λαμ. Ἡ Κίσσα ἄναψε καὶ κάηκε μὲ τἠν ἀνεπάντεχη τύχη τῆς ἀδερφῆς της· ἀκούς ἐκεῖ νὰ παντρευτῇ ἡ μικρότερη καὶ τί; νὰ πάρῃ βασιλεˬά! ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ’ἀν. Ἕνας ἀνεπάντεχος, ἐπίβουλος ἐχτρὸς βάλθηκε νἀ πατήσῃ τὸ κάστρο Γ’Επαχτίτ. ἔνθ᾽ἀν. ‖ Ποιήμ. Κρυφοὶ ἀναπάντεχοι μέσα του κλαίνε πόθοι ΚΠάλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ² 86 Ὅμως τῆς Ἄρνας τὸ νερὸ ποῦ σβεῖ τὴ μνήμη, ἀνοίγει τὰ μάτιˬα πρὸς ἀπάντεχους καινούργιˬους οὐρανοὺς ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν Συνών. ἀδόκητος 1, ἀκαρτέρητος 3, ἀνανάμενος 1, ἀνέλπιστος, ξαφνικός. 2) Τὸ οὐδ. οὐσ., τὸ ἀπροσδοκήτως ἐπερχόμενον, τὸ ἀπρόοπτον συνήθως κακὸν Ἤπ. Κεφαλλ Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάκων.) Στερελλ. (Εὐρυταν) κ. ἀ. -(Νουμ. ἔνθ’ ἀν.) ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. -Γ᾿Αθάν. ἔνθ' ἀν. -Λεξ. Βλαστ.: Κλαίν γιˬὰ τ’ ἀπάντεχο ποῦ τοὺς ἦρθε ’ς τὸ κεφάλι τους (Νουμ. ἔνθ’ ἀν.) Τ᾿ ἤτανε αὐτὸ τ᾽ ἀνεπάντεχο ποῦ τὸν βρῆκε; Γ’Αθάν. ἔνθ’ ἀν Νὰ τὸν εὕρῃ ἀνεπάντεχο! (ἀρὰ) Λάκων. Νὰ σ’ εὔρ’ ἀνιπάντιχου! Εὐρυταν. ‖ Φρ. Γιˬὰ κάθε ἀπάντεχο (διὰ πᾶν ἐνδεχόμενον) ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀνανάμονον (ἰδ. ἀνανάμενος 2).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA