ἀριθμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀριθμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀριθμὸς ὁ, κοιν. ἀριθιμὸς Μεγίστ. Πελοπν. (Λεντεκ.) ἀρθιμὸς Κύθν. Σίφν. κ.ἀ. ἀθριμὸς Παξ. ἀμιθρὸς Πόντ. (Τραπ. Κολων.) ἀριφνὸς Θήρ. Ἰκαρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀριθμός. Ὁ τύπ. ἀμιθρὸς καὶ μεσν. παρ’ Ἡσυχ.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἀριθμητικὸν ψηφίον, ὁ ἀριθμὸς ἐν γένει κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Κολων.): Γράφω ἕναν ἀριθμό. β) Ὁ ἀριθμὸς ὁ διδόμενος πρὸς διάκρισιν τῆς σειρᾶς προσώπων καὶ πραγμάτων, οἷον τῶν μαθητῶν ἐν τοῖς σχολείοις καὶ τῶν οἰκιῶν ἐν ταῖς πόλεσι κττ. κοιν.: Ὁ δεῖνα ἔχει ἀριθμὸ δέκα. Πές μου τί ὀδὸ καὶ τί ἀριθμὸ κάθεσαι. Κάθομαι ὁδὸς καὶ ἀριθμὸς δεῖνα ᾽Αθῆν. κ.ἀ. γ) Ὁ ἀριθμὸς ὡς μέτρον διακρίσεως διαφόρου μεγέθους ὡρισμένων πραγμάτων πολλαχ.: Τί ἀριθμὸ γάντιˬα–κολλάρο παπούτσιˬα φορεῖς; - Φορῶ ἀριθμὸ δεῖνα ᾿Αθῆν. Συνών. νούμερο. 2) ᾿Εν τοῖς βιβλιοδετείοις τὸ τυπογραφικὸν στοιχεῖον τὸ φέρον ἀριθμὸν ’Αθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA