ἀχάριστα (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχάριστα (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀχάριστα ἐπίρρ. (ΙΙ) ᾿Αθῆν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχάριστος (ΙΙ).

Σημασιολογία

Χωρὶς νὰ χαρίσῃ τις κἄτι, δηλαδὴ χωρὶς νὰ παραβλέψῃ, νὰ συγχωρήσῃ τι: Δὲν τοῦ ἀφίνει τίποτα ἀχάριστα. Τοῦ τὸ φύλαγα καὶ δὲν τ’ ἄφησα ἀχάριστα νὰ μὴ μὲ νομίζῃ γιˬὰ κουτό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/