ἀχάριστος (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχάριστος (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχάριστος ἐπίθ. (Ι) λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀχάριστους βόρ. ἰδιώμ. ἀχάριστες Σκῦρ. ἀχάριστε Τσακων.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀχάριστος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀπαρνούμενος τὴν ὀφειλομένην χάριν, ἀγνώμων κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) Τσακων.: ᾽Αχάριστος ἄνθρωπος. Αχάριστη γυναῖκα. 'Αχάριστο παιδὶ κοιν. || Γνωμ. Ἡ γῆ δὲν παράγει χειρότερο πλᾶσμα ἀπὸ τὸν ἀχάριστο Θήρ. Ἡ θάλασσα καὶ ὁ ἀχάριστος ποτέ τους δὲν χορταίνουν Λεξ. Πρω. Συνών. ἀνευχαρίστητος 2, ἀνευχάριστος 2. 2) Ὁ μὴ αἰσθανθεὶς χαράν, ὁ μὴ χαρεὶς εἰς τὴν ζωήν του Σκῦρ.: ᾽Απέθανε ἀχάριστη, χωρὶς νὰ προλάβῃ νὰ δῇ κἀμμιˬὰ χαρά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/