βραδινιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραδινιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βραδινιˬάζω Κάλυμν. βραϊνιˬάζω Κάλυμν. βραδινζω Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ.) Παθ. βραδινιˬάζομαι Μύκ. βραδινζομαι Πόντ. (Ἀμισ.) βραδινουμαι Πόντ. (Ὄφ.) βραδινγομαι Πόντ. (Κερασ.) βραδινχκομαι Πόντ. (Οἰν.) βραδινσκουμαι Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βραδινός (Ι).

Σημασιολογία

1) Ἐνεργ. κατὰ γ´. πρόσωπ., ἐπέρχεται ἡ ἑσπέρα ἔνθ’ ἀν. : Πολίμενε νὰ βραϊνιˬάσῃ (πολίμενε=περίμενε) Κάλυμν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βραδυˬάζω 3. 2) Παθ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ τῆς ἑσπέρας ἔνθ’ ἀν. : Ἄσε μας νὰ περάσωμε μέσα ποῦ βραδινιˬαστήκαμε νὰ κάσωμε σὲ μιˬὰ γωνιˬὰ Μύκ. Ὁ φέγγον ἐβραδινστεν (ἡ σελήνη ἀνέτειλε μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου) Πόντ. Ἐβραδινγα ᾿ς σὸ σκάψιμο (μὲ κατέλαβεν ἡ ἑσπέρα σκάπτοντα) Ὄφ. Τὸ παιδὶ δῆβε δῆβε, ὥσπου βραδινχτε καὶ κοιμήθε 'ς ἕνα δεdρὸ ἀπάνου (ἐκ παραμυθ.) Ἀμισ. 'Σ ἕνα βαθὺ ὀρμάνι ἀπέσου βραδινστανε Ἀμισ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/