βραδινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραδινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βραδινὸς ἐπίθ. (Ι) κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) βραδ’νὸς βόρ. ἰδιώμ. βρεδινὸς Κάλυμν. βρεϊνὸς Κάλυμν. Θηλ. βραδινὴ ΑἘφταλ. Μαζώχτρ. 58 βραδ’νὴ Λῆμν. βραϊνὴ Κάσ. Χίος (Νένητ.) βραδινιˬὰ Ἄνδρ. Κρήτ. (Μονοφάτσ. κ. ἀ.) Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. κ. ἀ.) Σίφν. βραδ’νιˬὰ Πάρ. (Λεῦκ.) Οὐδ. βραδινὸν Ἀστυπ. Μεγίστ. Νίσυρ. βραϊνὸν Ρόδ. Νίσυρ. βρεϊνὰ τά, Κάλυμν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βράδυ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ινός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ τῆς ἑσπέρας, ἑσπερινὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.): Βραδινὸς περίπατος-καφὲς. Βραδινὴ διˬασκέδασι - ἐφημερίδα - δροσιˬὰ - ψύχρα - ὥρα κττ. Βραδινὸ σκολε͜ιὸ-φαεῖ κττ. κοιν. Τρώμε τὸ βραδινό μας (ἐνν. φαεῖ) σύνηθ. || Γνωμ. Ὁ μεσημεριˬανὸς ὕπνος εἶναι προζύμι τοῦ βραδινοῦ Πελοπν. (Λάστ.) || Παροιμ. φρ. Τὸ βραδινὸ φαεῖ πάει χαμένο Αἴγιν. Συνών. ἀποβραδινὸς 4, ἀποσπερινὸς 1, ἀπόσπερος 1, ἀργαδινὸς 1, βραδήσιˬος, βραδιˬάτικος, βραδινᾶτος 1, ἑσπερινός, ἀντίθ. πρωινός. 2) Ὁ ἀδιάθετος ἕνεκα μέθης τῆς χθεσινῆς ἑσπέρας Εὔβ. (Κουρ.) : Γιˬά 'ντα ᾽ναι τὰ μάτιˬα σου κόκκινα;-Ἄσ᾽ τα, εἶμαι βραδινός. 3) Ὁ ἀπογευματινὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : Τὴ Dετράδη δὲ gάνομε βραδινὸ σκολε͜ιό. Βραδινὴ ἀρμεά. Β) Οὐσ. 1) Κατὰ θηλ. καὶ οὐδ. γένος ἑνικ. καὶ πληθ., ἡ ἑσπέρα τὸ βράδυ πολλαχ. : Ποῦ τὴν ἐπέρασες τὴ βραδινιˬά σου ἀπόψε; Μονοφάτσ. Πιˬάναμε ἑξήντα ὀγδόντα ὀκάδες ψάριˬα τὴ βραδινιˬὰ Ἄνδρ. Μιˬὰ βραδ’νὴ πλαγιˬάσαμ’ ὄξου Λῆμν. Τρεῖς βραδινάδες ἔχω νὰ κοιμηθῶ Ἀπύρανθ. Τὸ βραδινὸ ἔφυεν ὁ δράκως Νίσυρ. Περπατήξανε οὕλη κείνην τὴ μέρα καὶ τὸ βραδινὸ φτάξανε σὲ μιˬὰ μάντρα Ἀστυπ. Τὴν ἄλλη μέρα 'τσειδὰ ’ς τὰ βρεϊνὰ Κάλυμν. Τὴ Dρίτη βραδινιˬὰ ἡ βασιλοπούλλα τ᾿ ἀνοίει καὶ bαίνει μέσα (ἐκ παραμυθ.) Ἀπύρανθ. Ὄμορφη βραδινὴ καὶ τὸ φεγγάρι μισόγεμο ΑἘφταλ. ἔνθ᾽ ἀν. || ᾌσμ. Ἄ δὲ θυμᾶσαι τὰ πολλά, μιˬᾶς βραδινιˬᾶς θυμήσου, ποῦ μοῦ ᾽λεγες πῶς μ’ ἀγαπᾷς καὶ σοῦ 'λεγα ὁρκίσου Κρήτ. Ι͜ὰ δὲ στολίδι κιˬ ὀρωθιˬὰ ὁπὄχει τὸ κορμί σου, καλὲ καὶ πὄν ἐκοίτουμου μιˬὰ βραδινιˬὰ μαζί σου (ὀρωθιˬὰ=ἐρωτιά, πὄν=ποῦ δὲν) Ἀπύρανθ. 2) Ἀρσεν., ὁ Τοῦρκος μουεζίνης ὁ τὸ ἑσπέρας ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ μιναρὲ ἐκφωνῶν τὴν μουσουλμανικὴν προσευχὴν Πόντ. (Χαλδ.) : Ἐκούξεν ὁ βραδινὸν (ἐκούξεν=ἐφώναξεν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA