ἄριν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄριν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄριν τό, Πόντ. (Κερασ.) ἄρι Καππ. Κρήτ. κ.ἀ. ἄρ᾿ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾿Αραβοτουρκ. ar.

Σημασιολογία

Αἰδώς, ἐντροπή, φιλότιμον ἔνθ’ ἀν.: Ἄρ’ κ’ ἐ’ ’ς σὸ κατζίν ἀτ’ (ἐντροπὴ δὲν ἔχει εἰς τὸ πρόσωπό του) Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Τοῦ ἦρθε ἄρι (προσεβλήθη ἡ φιλοτιμία του) Κρήτ. Τὸ πῆρεν ἄρι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ. Ἄρ’ εὐτάει ἀτο (τὸ κάμνει ἄρι, ἐντρέπεται δι᾽ αὐτὸ) Τραπ. || Παροιμ. Τὴν ἐντροπὴν ἐπούλησα καὶ τ’ ἄριν παλ’ ἐχάσα (ἐπὶ τοῦ ἐξ ἀπογνώσεως καταστάντος ἀναιδοῦς) Κερασ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/