ἀναπαυτήριο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπαυτήριο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναπαυτήριο τό, λόγ. σύνηθ. ἀναπαυτήρι Κύθηρ, ἀναπαυτέρ’ Ποντ (Χαλδ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ άρχ. οὐσ. ἀναπαυτήριον.

Σημασιολογία

1) Αἴθουσα ὅπου μένων τις ἀναπαύεται λόγ. σύνηθ.: Οἱ καθηγηταὶ-οἱ ἀξιωματικοὶ εἴναι᾿ς τὸ ἀναπαυτήριο. 2) ᾿Ανάπαυσις Κύθηρ.: Αἴνιγμ. Ὅλη μέρα τήρι τήρι | καὶ τὸ βράδυ ἀναπαυτήρι (ἡ ζώνη). Ἡ λ. κατὰ πληθ. Ἀναπαυτέρ τά, καὶ ὡς τοπων. Ποντ. (Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/