ἀναπαυτικὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπαυτικὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀναπαυτικὰ ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀναπαυτικός.
Σημασιολογία
Μὲ ἀνάπαυσιν καὶ ἄνεσιν, ἀνέτως : Κάθομαι-κοιμᾶμαι-τρώγω ἀναπαυτικά. Καὶ τὰ μικρά μου τ' ἀδερφάκιˬα τά ’βλεπα ἥσυχα, ἀναπαυτικὰ κοιμάμενα τὸ ἕνα κοντὰ ’ς τ’ ἄλλο ΓΕπαχτίτ. ἐν Προπυλ 1,227. Συνών. ἀναπαυτικᾶτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA