ἀχαρόκαυτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχαρόκαυτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχαρόκαυτος ἐπίθ. Πελοπν. (Πάτρ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χαροκαυτὸς<χαροκαίομαι.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ καεὶς ὑπὸ τοῦ Χάρου, ὁ μὴ θρηνήσας θάνατον προσφιλοῦς οἰκείου: Μάννα ἀχαρόκαυτη Πάτρ. || ᾎσμ. Χαροκαηˬμένες χλίβονται, χαροκαηˬμένες κλαίνε, ᾿κεῖνες οἱ ἀχαρόκαυτες τρογῦρο τους τηρᾶνε ἀγν. τόπ. Συνών. ἀχαροπαίδευτος, ἀντίθ. χαροκα͜ημένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA