βραδούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραδούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βραδούλλα ἡ, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βραδε͜ιὰ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούλλα.

Σημασιολογία

Ἡ ἑσπέρα : Τὴν περάσαμε τὴ βραδούλλα μας καλὰ σύνηθ. || ᾎσμ. Βραδούλλα μου μὲ τὴ δροσιˬὰ τσ᾽ αὐγή μου μὲ τ’ ἀγιˬάζι, τὸν πόνο ποῦ ᾿χου ’ς τὴν καρδιˬὰ σὺ τὲ διαστσεδάζεις (τὲ=τὸν) Σκῦρ.-Ποίημ. Κάθε βραδούλλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ’ἀγέρι νά 'ρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιˬά, σὰν μάννα σὰν ἀδέρφι Κκρυστάλλ. Ἔργα 2,31.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/