ἀναπαυτικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπαυτικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναπαυτικὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀναπαυτικός. Ἡ ὕπαρξις τούτου πιστοῦται ἐκ τοῦ οὐσ. ἀναπαυτικόν, ὅπερ εὕρηται ἐν κώδικι τοῦ Χωνιάτ. Πβ. σ. 204,10 (ἕκδ. Βόννης) «τὸ μὲν ἀναπαυτικὸν ἡ σάλπιγξ διατόρως συνεθημάτιζε».

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ στενοχωρῶν τὸ σῶμα, ὁ παρέχων ἀνάπαυσιν κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ἀναπαυτικός καναπές. Ἀναπαυτικὴ πολυθρόνα. Ἀναπαυτικὸ κάθισμα-κρεββάτι. Ἀναπαυτικὰ παπούτσιˬα κοιν. Συνών. ἀναπαυτός. β) Ὁ ἀνευ μόχθου συντελούμενος, ἄκοπος, ἄπονος κοιν. : Δουλε͜ιά ἀναπαυτική. γ) Ὁ ἐν ἀναπαύσει, ἑν εὐμαρείᾳ διαρρέων Πόντ. (Κερασ.): ᾿Αναπαυτικὀν ζωὴν ζῇ. δ) Ὁ μὴ στενοχωρούμενος, ἀμέριμνος Πόντ.(Σάντ.): Γνωμ. ᾿Νεγκασμένον γόνατον κιˬ ἀναπαυτικὸν καρδίαν (προτιμότερον κουρασμένον σῶμα καὶ ἥσυχος νοῦς παρὰ τὸ ἀντίθετον). 2) Ὁ μὴ ἐνοχλητικός, ἥσυχος Κρήτ.: Κάτσε ἀναπαυτικός σου. Ἄσ’ τον ἀναπαυτικό του. Ἄσ᾽ την ἀναπαυτική τση.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/