βράδυ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βράδυ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βράδυ τό, κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Οἰν. κ. ἀ.) βράδυν Πόντ. (Τραπ. κ. ἀ.) βράδ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Καππ. (Ποτάμ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Νάξ. βράυ Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτιν. Στερνατ.) Κάρπ. Καππ. (Ἀξ.) Κάσ. Κῶς Ρόδ. βράdυ Ἀπουλ. (Καλημ. Στερνατ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Σίλ.) Κῶς βράθ.’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Διδυμότ.) βράτυ Ἀπουλ. (Μαρτιν. Στερνατ.) βαάδ’ Σαμοθρ. βραδὺ πολλαχ. καὶ Καππ. (Φάρασ. Τελμ. Φερτ.) βραδὺν Κύπρ. Πόντ. βραdὺ Καππ. (Σίλ. Φερτ.) βραῢ Κάλυμν. Καππ. (Οὐλαγ.) Χίος (Νένητ. Πυργ.) βραγὺ Καππ. (Οὐλαγ.) βρεῢ Κάλυμν. βρὲ Ἀπουλ. βραδὴ ἡ, Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κρώμν. Ματζούκ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ρβαδὴ Πόντ. (Ἀμισ.) βράδος ὁ, Πόντ. (Τραπ. Ὄφ. Χαλδ. κ. ἀ.) βράδο Πόντ. (Ὄφ.) βράδον τό, Πόντ. (Ἀργυρούπ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) βράδο Πόντ. (Ὄφ. Σούρμ.) βραδό Πόντ. (Ἰνέπ.) ἱβράδυ Λυκ. (Λιβύσσ.) Πληθ. βράδυˬα κοιν. βραδὰς τά, Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) βραδύα Ἀπουλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. βραδὺ οὐδ. τοῦ βραδύς. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,134. Ὁ τύπ. βραδὺ καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η 3849 (ἔκδ. JSchmitt σ. 254) «ὅτι τὸ ἐλθεῖ τὸ βραδὺ νὰ λάμψῃ τὸ φεγγάρι» καὶ Γαδάρ. διήγ. στ. 18 (ἔκδ.GWagner σ. 124) «κι ὅνταν ἐσκόλα τὸ βραδύ, ἐφόρτωνέ τον ξύλα». Ὁ τύπ. βραδὴ κατὰ τὸ ἡ πιρνή. Ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 128.
Σημασιολογία
1) Ἑσπέρα ἔνθ᾿ ἀν. : Γίνεται-ἔρχεται-κοντεύει-μᾶς βρῆκε-μᾶς ἔπιˬασε-μᾶς πῆρε τὸ βράδυ. Αὔριο-σήμερα-χτὲς βράδυ. Δουλεύω-κοπιˬάζω-σκοτώνομαι ᾿ς τή δουλε͜ιὰ ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Τὰ περνάει τὰ βράδυˬα μὲ τοὺς φίλους του διˬασκεδάζοντας κοιν. Ἔρθεν ἡ βραδὴ καὶ ᾿κ᾽ ἐπόρεσα νὰ τελνω τὴ δουλεία μ᾿ Χαλδ. ‖ Φρ. Πρωὶ βράδυ (διαρκῶς). Τὸ βράδυ βράδυ (περὶ τὴν ἑσπέραν). Καλὸ βράδυ! (χαιρετισμός). Θὰ φτάσῃ-θὰ γυρίσῃ καλὸ βράδυ (ἀργά.). Νὰ μὴ σ᾿ εὕρῃ τὸ βράδυ! (ἀρὰ) κοιν. Ἔφεραμε τὴν βραδὴν (διηνύσαμεν τὴν ἡμέραν) Κερασ. Ἐμπρ᾿ τὴν βραδὴν (προχθὲς τὸ ἑσπέρας) Χαλδ. Μᾶς πιˬάνει βράυ (μᾶς καταλαμβάνει ἡ ἑσπέρα) Ἀπουλ. (Καλημ.) Σημαίνει γιˬὰ βράδυ (διὰ ἑσπερινὸν) Κεφαλλ. Ἀπάν ᾿ς τὸ βράδον (περὶ τὴν ἑσπέραν) Τραπ. || Παροιμ. Ὅλη μέρα ἀλέθαμε καὶ τὸ βράδυ πίτουρα (ἐπὶ τῶν ἀνωφελῶς μοχθούντων) Λεξ. Πρω. Ὅ,τι λένε τὸ βραδύ, δὲν τὸ λένε τὸ ταχὺ (ἡ νύκτα φέρει εἰς τὸν ἄνθρωπον ἠρεμωτέρας σκέψεις) Αἴγιν. Ἄλλα λένε τὸ βράδυ κιˬ ἄλλα κάνουν τὸ ταχὺ (ἐπὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι δὲν τηροῦν τοὺς λόγους των) Ἤπ. Ἄλλα τοὺ προυῒ κιˬ ἄλλα τοὺ βραδὺ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. (Βλάστ.) ‖ ᾌσμ. Ἔμορφα εἶναι τὰ βουνὰ καὶ τὸ βραδὺ δροσάζουν Θήρ. Κλαίω βραδύ, κλαίω ταχύ, κλαίω τὸ μεσονύχτι Κρήτ. Ἄν ἀποθάνω τὴν βραδήν, κλάψον ὅλεν τὴν νύχταν Χαλδ. Πέdε φορὲς λιγώνομαι, ξαθό μου, τὴν ἡμέρα δυˬὸ τὸ ταχύ, τρεῖς τὸ βραδὺ γιˬὰ τ’ὄνομά σου ἐσένα Κρήτ. Πο͜ιὸς εἶδε ἥλιˬο ἀπὸ βραδυˬοῦ κιˬ ἀστρὶ τὸ μεσημέρι Πελοπν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Ἰδ. ἔνθ’ ἀν. Χρον. Μορ. καὶ Γαδάρ. διήγ. Συνών. βραδε͜ιὰ 1. 2) Ἐπιρρηματ., πρὸς τὸ ἑσπέρας, κατὰ τὴν ἑσπέραν κοιν. : Βράδυ κάνει ὄλες τοὶς δουλε͜ιές του. Ἦλθε-ἔφυγε βράδυ. Βράδυ τῆς ἔρχεται-τὴν πιˬάνει πυρετός. ‖ Φρ. Τοὶς δουλε͜ιές του τοὶς κάνει βράδυ (πολὺ ἀργὰ) πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA