βραδυˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραδυˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βραδυάζω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ. ἀ.) Καππ. (Σινασσ.) βραδυˬάζου βόρ. ἰδιώμ. βραδυˬάζ-ζω Σύμ. Χίος βραδυˬάτζω Σύμ. βραdυˬάζω Ἀπούλ. βραβυˬάζω Β.Εὔβ. βραρυˬάζω Καππ. (Ἀραβάν.) βραδζω Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Τραπ Χαλδ.) βαδυˬάζω Θρᾴκ. (Καλλίπ.) βραδυˬῶ Κρήτ. βραδυˬάν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) Μέσ. βραδυˬάζομαι κοιν. βραδυˬάζουμι βόρ. ἰδιώμ. βραδγκυˬάζομαι Ρόδ. Χίος βραδσκουμαι Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) βραδγουμαι Πόντ. (Κερασ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. βραδυάζω. Περὶ τοῦ τύπ. βαδυˬάζω ἰδ. ἈνθΠαπαδοπ. Γραμματ. βορ. ἰδιωμ.33
Σημασιολογία
1) Ἐνεργ. καὶ μεσ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ τῆς ἑσπέρας κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) : Βράδυˬασα ἢ βραδυˬάστηκα ᾿ς τὸ δρόμο. Βράδυˬασα καὶ δὲν πρόφτασα νὰ τελε͜ιώσω τοὶς δουλε͜ιές. Βραδυˬάζομαι 'ς τὴ δουλε͜ιὰ-'ς τὸ βουνὸ-'ς τὸ χωράφι κττ. Μ’ ἕνα καφὲ βραδυˬάστηκα σήμερα (δὲν ἔφαγα τίποτε καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν). Δὲ θὰ βραδυˬαστῆ ὁ ἄρρωστος (θ’ ἀποθάνῃ πρὶν γίνῃ ἑσπέρα). Χωρὶς νὰ καταλάβω βραδυˬάστηκα δουλεύοντας. Νὰ μὴ βραδυαστῶ! (ὅρκος). Νὰ μὴ βραδυαστῇς! (ν᾿ ἀποθάνῃς πρὶν βραδυάσῃ ! ἀρὰ) κοιν. ᾌσμ. Ἐνύχτωσα κ᾿ ἐβράδυˬασα ’ς τὸ ἔρημο σοκάκι Ἤπ. 'Σ τὰ βάσανα βραδυˬάζομαι καὶ ’ς τοὺς καηˬμοὺς κοιμοῦμαι Κρήτ. Ἀπόψ’ ἡ νύχτα δίπλασεν κιˬ ὁ φέγγον ἐπιάστεν, τ᾿ ἐμὸν τῆ παραδείσ’ τ᾽ ἀρνὶν ᾽ς σὰ ξένα ἐβραδστεν Ἴμερ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Διγεν. Ἀκρίτ. (ἔκδ. ΔΠασχάλ. ἐν Λαογρ. 9<1926>330 «ἐχθὲς ἐβραδυασθήκαμεν καὶ δὲν ἐσώσαμεν νὰ ὑπάμεν εἰς τὸ ὀσπίτιον καὶ ἐμείναμεν ἐδῶ». 2) Κατὰ γ’ πρόσωπον, φέρω τὴν ἑσπέραν πολλαχ. : Ὁ Θεὸς βραδυˬάζει τὴ μέρα. Βάδυˬασ’ ἡ Θεὸς τὴ μέα κὶ πῆγ’ ἡ βασιοπούα νὰ ’μηθῇ (ἐκ παραμυθ.) Καλλίπ. Συνών. βραδύνω (ΙΙ) 2. Καὶ ἀμβτ. : Ἡ ἡμέρα βράδυˬασε πολλαχ. : 3) Ἀπροσ. ἐπέρχεται ἡ ἑσπέρα κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ. ἀ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) : Ἀρχίζει νὰ βραδυˬάζῃ. Θὰ σὲ περιμένω ὥσπου νὰ βραδυˬάσῃ. Βραδυˬάζοντας νὰ εἶσαι ᾿ς τὸ σπίτι κοιν. ‖ Φρ. Βραδυˬάζει ξημερώνει (νύκτα καὶ ἡμέραν, συνεχῶς, οἷον : βραδυˬάζει ξημερώνει δὲ βγαίνει ἀπὸ τὸ σπίτι του, βραδυˬάζει ξημερώνει θέλει φαεῖ κττ. συνών. φρ. μέρα νύχτα) σύνηθ. || ᾌσμ. Ἅμα βραδυˬάσῃ χαίρομαι, σὰν ξημερώσῃ κλαίω Κρήτ. Βραδυˬάζει καὶ βραδυˬάζομαι, δὲν ἔχω ποῦ νὰ μείνω, βάλε με ’ς τ’ ἀγκαλάκιˬα σου ἀπόψε νὰ ξωμείνω αὐτόθ. Συνών. βραδινιˬάζω 1. βραδυνέσκω, *βραδυνίσκω, βραδύνω (ΙΙ) 1, βραδυˬώνω. 4) Διέρχομαι τὴν νύκτα, διανυκτερεύω Καππ. (Σινασσ.) Μακεδ. (Γρεβεν. Σαμαρ.) Παξ. : Ποῦ νὰ βραδυˬαστῶ ; Μακεδ. ᾌσμ. Ποῦ πάς, πουλλί, νὰ βραδυˬαστῇς, ποῦ πάς νὰ ξημερώσῃς; Ἰθάκ. Ἔλα, κόρη μ’, νὰ μείνουμι, ἔλα νὰ βραδυˬαστοῦμι Σαμαρ. Γύρνα, Κώστα μ’, νὰ παίξουμι, νὰ βραδυˬαστοῦμι ἀντάμα Γρεβεν. Βάι βάι ἐμέν τὸν ξένον καὶ τὸν ἔρημον καὶ τὸν ἀστενωμένον, ποῦ βραδυˬαστῶ ; Σινασσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA