βραδυˬαζωξημερώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραδυˬαζωξημερώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βραδυˬαζωξημερώνομαι Κύθν. κ.ἀ. βραδυωξ’μιρώνουμι Εὔβ. (Ἄκρ.) βραδυˬοξημερώνομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ρ. βραδυˬάζω καὶ ξημερώνομαι. Τὸ βραδυˬοξημερώνομαι καθ’ ἁπλολογίαν.
Σημασιολογία
Τὸ βραδυˬοξημερώνομαι καθ’ ἁπλολογίαν. Διέρχομαι τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα ἔνθ᾿ ἀν. : Ἐχτὲς καὶ dὴ bροχτὲς ἐβραδυˬοξημερώθηκα νηστικὸς Ἀπύρανθ. Μὲ τὴν ἐρπίδα 'φτὴ βραδυˬοξημερώνομαι αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA