ἀναπαψιμάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπαψιμάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναπαψιμάρι τό, Ζάκ Κεφαλλ. Κύθηρ. Πελοπν. (Δημητσάν. Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναπάψιμο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρι.

Σημασιολογία

Εὐχὴ ἀναγινωσκομένη εἰς ψυχορραγοῦντα περὶ ταχείας λύσεως τῆς ψυχῆς ἀπὸ τῶν δεσμῶν τοῦ σώματος ἔνθ’ ἀν.: Τοῦ διˬάβασαν τὸ ἀναπαψιμάρι Δημητσάν. ǁ Φρ. Τοῦ διˬάβασε τό ἀναπαψιμάρι (εὐφημητ. τὸν καθύβρισε) Λακων. Συνών φρ. τοῦ ’ψαλε τὸν ἀναβαλλόμενο, τοῦ ᾿ψαλιτούν ἀδόξαστου, ἄκουσε τὸν ἑξάψαλμό του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/