βραδυκίνητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραδυκίνητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βραδυκίνητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. βραδυκίνητος.
Σημασιολογία
Ὁ βραδέως κινούμενος, ὁ βραδέως ἐνεργῶν : Βραδυκίνητη γυναῖκα. Βραδυκίνητο ἁμάξι. Βραδυκίνητα βόδιˬα. ‖ Φρ. Βραδυκίνητο καράβι (μεταφ. ὁ βραδέως ἐνεργῶν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA