ἀναπάψιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπάψιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναπάψιμο τό, Ἤπ.-Λεξ. Δημητρ. ἀναπάψ’μου Ἤπ. ἀναπάψωμο Λεξ. Δημητρ. ἀναπάψουμο Ἤπ. (Ζαγόρ)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν ἐπιθ. ἀναπαύσιμος. Τὸ ἀναπάψωμο ἐκ παρετυμ. πρὸς τὴν λ. ψωμί.
Σημασιολογία
1) Ἄρτος εὐλογούμενος ὑπὸ τοῦ ἱερέως καὶ τρωγόμενος μετὰ ἢ ἄνευ οἴνου καὶ κολλύβων κατὰ τὰ μνημόσυνα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ θανόντος ἔνθ’ ἀν. : Σήμερα ἔχουμε-τοῦ κάμαμε ἀναπαψίματα Ἤπ. 2) Πληθ., τὰ κόλλυβα τῶν μνημοσύνων Ἤπ.-Λεξ. Δημητρ. Στείλαμε ’ς τὴν ἐκκλησιˬὰ τ᾿ ἀναπαψίματα Λεξ. Δημητρ.: Στείλαμε ΄ς τὴν ἐκκλησιὰ τ’ ἀναψίματα λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA