ἀριστερὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀριστερὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀριστερὰ ἐπιρρ. κοιν. ἀριστιρὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀλιστερὰ Κύπρ. Ρόδ. ᾿διστερὰ Χίος. Συγκρ. ἀριστερώτερα κοιν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀριστερός. Ὁ τύπ. ἀλιστερὰ κατ᾿ ἀνομ, περὶ ἧς ἰδ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 50.

Σημασιολογία

1) ᾿Εκ τοῦ ἀριστεροῦ μέρους ἢ πρὸς τὸ ἀριστερὸν μέρος, εἰς τὰ ἀριστερὰ κοιν.: Ἔρχομαι-πηγαίνω ἀριστερά. Ἔχω ἀριστερά μου τὸν δεῖνα. ᾽Αριστερὰ φαίνεται τὸ χωριˬό. Μοῦ ἦρθε ἡ μπάλα ἀριστερά. Κάθισα ἀριστερά του. || Φρ. Δεξιὰ κιˬ ἀριστερὰ (ἐδῶ κι’ ἐκεῖ, πανταχοῦ) κοιν. || ᾌσμ. Δεά μου κάτσε, λυερή, τσαὶ ’διστερά μου τσέρνα Ὄλυμπ. Ξανοίει δεξιˬά, ξανοίει ζερβά, κἀνένα ’ὲ γρωνίζει, ξανοίει ἀριστερώτερα, βλέπει τὸν Ἅιˬ-Γιˬάννη Κάσ. Συνών. ἀντίζερβα 1, ζερβὰ ἀντίθ. δεξιˬά. 2) Κατὰ τρόπον οὐχὶ ἐπιθυμητόν, οὐχὶ κατ’ εὐχήν, αντιξόως Λεξ. Δημητρ.: Τὰ πράγματα μοῦ ἦρθαν ἀριστερά. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀνάποδα 10.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/