ἀναπέταμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπέταμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναπέταμα τό, ΓΔροσιν Θὰ βραδιάζῃ 127 ἀναπέτασμαν Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναπετῶ. Τὸ ἀναπέτασμαν κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς -άζω ρ. παραγόμενα. Παρὰ Βλαχ ἀναπέτασμα.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανύψωσις ΓΔροσιν ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τὸ ἀναπέτασμα εἶσαι, ὦ νεροκαλαμεˬά, τῆς ζωῆς πρὸς τὴν οὐράνιˬα πλάνη. 2) Σύσπασις τῶν βλεφάρων ἢ τῶν μυώνων Λυκ. (Λιβύσσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/