ἄριστο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄριστο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄριστο τό, ἄριστε Τσακων. ἄρεστε Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ ἄριστον.
Σημασιολογία
1) Τὸ γεῦμα τῆς μεσημβρίας: Ὅτσ’, ἐκατσάκαμε ὸν ἄριστε (μόλις ἐκαθίσαμε εἰς τὸ ἄριστον). 2) Μεσημβρία: Ἔκι φερτὲ ὁ ἄριστε (εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA