βράδωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βράδωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βράδωμα τό, Πελοπν. (Φιλιατρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. βραδώνω.

Σημασιολογία

Βράδυˬασμα 1, ὃ ἰδ : Βράδωμα ξημέρωμα τὸν περιμένω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/